επικηρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επικηρωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επικηρώνω < αρχαία ελληνική ἐπικηρόω < κηρός
Μετοχή[επεξεργασία]
επικηρωμένος, -η, -ο
- αλειμμένος με κερί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κερί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επικηρωμένος
|