επικοινωνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επικοινωνία < αρχαία ελληνική ἐπικοινωνία < ἐπικοινωνέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επικοινωνία θηλυκό
- η ανταλλαγή απόψεων, συναισθημάτων, ιδεών, σκέψεων μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων
- η ανταλλαγή σημάτων μεταξύ δύο ή περισσότερων συστημάτων
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
- (πληροφορική, τηλεπικοινωνίες) διεπαφή
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επικοινωνία