επικοντιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επικοντιστής < επικοντισμός + -ιστής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επικοντιστής αρσενικό, επικοντίστρια θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επικοντιστής