επικυριαρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επικυριαρχία < επικυρίαρχος + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επικυριαρχία θηλυκό
- (νομικός όρος) η κυριαρχία ενός κράτους πάνω σε ένα άλλο υποτελές
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις επικυρίαρχος, κύριος και άρχω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επικυριαρχία