επικόπανο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επικόπανο τα επικόπανα
      γενική του επικόπανου των επικόπανων
    αιτιατική το επικόπανο τα επικόπανα
     κλητική επικόπανο επικόπανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επικόπανο < επί + κόπανο < κόπτω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

επικόπανο ουδέτερο

  1. το τραπέζι του κρεοπώλη, φτιαγμένο συνήθως από χοντρό ξύλο, πάνω στο οποίο λιανίζονται και τεμαχίζονται τα κρέατα
    Άκουσε έναν ήχο ο οποίος έμοιαζε με μπαλντά που πέφτει πάνω σε επικόπανο χασάπη (*)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]