επιλήσμονας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιλήσμων
επιλήσμονας
η επιλήσμων το επιλήσμον
      γενική του επιλήσμονος
επιλήσμονα
της επιλήσμονος του επιλήσμονος
    αιτιατική τον επιλήσμονα την επιλήσμονα το επιλήσμον
     κλητική επιλήσμων
επιλήσμονα
επιλήσμων επιλήσμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιλήσμονες οι επιλήσμονες τα επιλήσμονα
      γενική των επιλησμόνων των επιλησμόνων των επιλησμόνων
    αιτιατική τους επιλήσμονες τις επιλήσμονες τα επιλήσμονα
     κλητική επιλήσμονες επιλήσμονες επιλήσμονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρονας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιλήσμονας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιλήσμ(ων) + -ονας, από την αιτιατική σε -ονα

Επίθετο[επεξεργασία]

επιλήσμονας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]