επιλαρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιλαρχία < (ελληνιστική κοινή) ἐπιλαρχία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιλαρχία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- επιλαρχία υποστηρίξεως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιλαρχία
|