επιλεκτικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιλεκτικά < επιλεκτικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.pi.le.ktiˈka/

Επίρρημα[επεξεργασία]

επιλεκτικά (τροπικό)

θυμάται επιλεκτικά ό,τι τον συμμφέρει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

επιλεκτικά