επιλύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιλύνω < ελληνιστική κοινή ἐπιλύω (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική ἐπιλύω < ἐπί + λύω
Ρήμα[επεξεργασία]
επιλύνω
- άλλη μορφή του επιλύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιλύνω
|