επιμήθεια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιμήθεια < ελληνιστική κοινή ἐπιμήθεια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιμήθεια θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιμήθεια
|
επιμήθεια θηλυκό
|