επιμήκης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | επιμήκης | το | επίμηκες | ||
γενική | του/της | επιμήκους | του | επιμήκους | ||
αιτιατική | τον/την | επιμήκη | το | επίμηκες | ||
κλητική | επιμήκη | επίμηκες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | επιμήκεις | τα | επιμήκη | ||
γενική | των | επιμήκων | των | επιμήκων | ||
αιτιατική | τους/τις | επιμήκεις | τα | επιμήκη | ||
κλητική | επιμήκεις | επιμήκη | ||||
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιμήκης < αρχαία ελληνική ἐπιμήκης < ἐπί + μῆκος
Επίθετο[επεξεργασία]
επιμήκης, -ης, -ες
- (λόγιο) αυτός που είναι μακρύς και στενός, με μήκος μεγαλύτερο από το πλάτος
- Έξωθεν τείχοι υψηλοί και στερεοί, εν τω μέσω αυλή ύπαιθρος, τετράγωνος ή επιμήκης, επί της αυλής αι θύραι και τα παράθυρα των αποθηκών και των οικημάτων, η δε συγκοινωνία μετά του έξω κόσμου διά πύλης σιδηράς κλεισμένης την νύκτα. (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας