επιμήριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επιμήριο τα επιμήρια
      γενική του επιμήριου
επιμηρίου
των επιμήριων
επιμηρίων
    αιτιατική το επιμήριο τα επιμήρια
     κλητική επιμήριο επιμήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
επιμήριο(1)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιμήριο < επι- + μηρός + -ιο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.piˈmi.ɾi.o/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιμήριο ουδέτερο

  1. (θρησκεία) άμφιο σλαβόφωνων ορθόδοξων πρεσβυτέρων που φτάνει στο ύψος του μηρού
  2. ειδικό κάλυμμα ή νάρθηκας που προστατεύει, στηρίζει ή στερεώνει τον μηρό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]