επιμήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | επιμήριο | τα | επιμήρια |
γενική | του | επιμήριου & επιμηρίου |
των | επιμήριων & επιμηρίων |
αιτιατική | το | επιμήριο | τα | επιμήρια |
κλητική | επιμήριο | επιμήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.piˈmi.ɾi.o/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιμήριο ουδέτερο
- (θρησκεία) άμφιο σλαβόφωνων ορθόδοξων πρεσβυτέρων που φτάνει στο ύψος του μηρού
- ειδικό κάλυμμα ή νάρθηκας που προστατεύει, στηρίζει ή στερεώνει τον μηρό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μηρός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιμήριο
|