επιμελήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιμελήτρια < επιμελητής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιμελήτρια θηλυκό
- η γυναίκα που έχει αναλάβει να φροντίσει την αρτιότερη τεχνική και αισθητική εμφάνιση κάποιου έργου
- επιμελήτρια της έκδοσης
- η μαθήτρια που αναλαμβάνει εκ περιτροπής με τους υπόλοιπους συμμαθητές της να προσέχει την αίθουσα κατά τη διάρκεια του διαλείμματος
- επιμελήτρια της τάξης αυτή την εβδομάδα είναι η Μαρία
- γιατρός νοσοκομείου, η οποία έχει ασκηθεί στην ειδικότητά της για συγκεκριμένο διάστημα και προΐσταται συγκεκριμένου τομέα
- η επιμελήτρια της παιδοχειρουργικής
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιμελήτρια
|