επιμελημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιμελημένος η επιμελημένη το επιμελημένο
      γενική του επιμελημένου της επιμελημένης του επιμελημένου
    αιτιατική τον επιμελημένο την επιμελημένη το επιμελημένο
     κλητική επιμελημένε επιμελημένη επιμελημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιμελημένοι οι επιμελημένες τα επιμελημένα
      γενική των επιμελημένων των επιμελημένων των επιμελημένων
    αιτιατική τους επιμελημένους τις επιμελημένες τα επιμελημένα
     κλητική επιμελημένοι επιμελημένες επιμελημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιμελημένος < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή[επεξεργασία]

επιμελημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]