επιμελητειακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιμελητειακός < επιμελητεία + -ακός
Επίθετο[επεξεργασία]
επιμελητειακός
- (λόγιο) που έχει σχέση με την επιμελητεία ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη επιμελητεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιμελητειακός
|