επιμελώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιμελώς < επιμελής

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.pi.meˈlos/

Επίρρημα

[επεξεργασία]

επιμελώς

  • με επιμέλεια, με μεγάλη προσοχή, ενδιαφέρον και συνεχή φροντίδα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]