επιμεταλλωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιμεταλλωτής < επιμεταλλώνω + -τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιμεταλλωτής αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που επιμεταλλώνει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις επιμεταλλώνω και μέταλλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιμεταλλωτής
|