επιμολυσμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιμολυσμένος η επιμολυσμένη το επιμολυσμένο
      γενική του επιμολυσμένου της επιμολυσμένης του επιμολυσμένου
    αιτιατική τον επιμολυσμένο την επιμολυσμένη το επιμολυσμένο
     κλητική επιμολυσμένε επιμολυσμένη επιμολυσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιμολυσμένοι οι επιμολυσμένες τα επιμολυσμένα
      γενική των επιμολυσμένων των επιμολυσμένων των επιμολυσμένων
    αιτιατική τους επιμολυσμένους τις επιμολυσμένες τα επιμολυσμένα
     κλητική επιμολυσμένοι επιμολυσμένες επιμολυσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιμολυσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιμολύνω

Μετοχή[επεξεργασία]

επιμολυσμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη επιμολύνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]