επιμορφισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιμορφισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική epimorphism < αρχαία ελληνική ἐπί + μορφή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιμορφισμός αρσενικό
- (μαθηματικά) ένας μορφισμός p που για κάθε άλλο ζευγάρι μορφισμών f και g ισχύει: εάν , τότε f = g
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιμορφισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)