επιμορφώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιμορφώνω < επί + μορφώνω παθητική φωνή επιμορφώνομαι μετοχή παθ. παρακειμ. επιμορφωμένος

Ρήμα[επεξεργασία]

επιμορφώνω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]