επιμύθιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιμύθιο < ελληνιστική κοινή ἐπιμύθιον < αρχαία ελληνική ἐπί + μῦθος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιμύθιο ουδέτερο
επιμύθιο ουδέτερο