επινήιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επινήιος < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἐπινήϊος. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + νη- (όπως στον πληθυντικό αἱ νῆες του αρχαίου ναῦς) + -ιος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.piˈni.i.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐νή‐ι‐ος
Επίθετο[επεξεργασία]
επινήιος, -α, -ο
- ο ευρισκόμενος πάνω στο πλοίο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- επινήιο δικαστήριο: (έκτακτο ναυτοδικείο που εκδικάζει πάνω στο πλοίο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επινήιος