επινεμητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επινεμητικός η επινεμητική το επινεμητικό
      γενική του επινεμητικού της επινεμητικής του επινεμητικού
    αιτιατική τον επινεμητικό την επινεμητική το επινεμητικό
     κλητική επινεμητικέ επινεμητική επινεμητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επινεμητικοί οι επινεμητικές τα επινεμητικά
      γενική των επινεμητικών των επινεμητικών των επινεμητικών
    αιτιατική τους επινεμητικούς τις επινεμητικές τα επινεμητικά
     κλητική επινεμητικοί επινεμητικές επινεμητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επινεμητικός < επινέμω + -τικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.pi.ne.mi.tiˈkos/

Επίθετο[επεξεργασία]

επινεμητικός

  • που έχει σχέση με την επινέμηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
    ※  επινεμητικές παρεμβάσεις του κράτους
    ※  επινεμητική δικαιοσύνη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]