επινεφρίδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επινεφρίδιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου επινεφρίδιος < αρχαία ελληνική ἐπινεφρίδιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επινεφρίδιο ουδέτερο
- (ανατομία) ενδοκρινής αδένας πάνω από το νεφρό, που εκκρίνει ορμόνες οι οποίες ελέγχουν τον καρδιακό ρυθμό, την αρτηριακή πίεση και το μεταβολισμό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- επινεφριδίνη
- επινεφρίδιος
- → δείτε τις λέξεις επί και νεφρό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επινεφρίδιο