επινεφρίδιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επινεφρίδιος < αρχαία ελληνική ἐπινεφρίδιος
Επίθετο[επεξεργασία]
επινεφρίδιος
- (ανατομία) που βρίσκεται πάνω από το νεφρό
- (ουσιαστικοποιημένο) επινεφρίδιο