επινοήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επινοήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επινοώ
- θα επινοήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επινοώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
επινοήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επινόηση