επινοούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]επινοούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος επινοώ
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επινοούμαι | επινοούμουν | θα επινοούμαι | να επινοούμαι | ||
β' ενικ. | επινοείσαι | επινοούσουν | θα επινοείσαι | να επινοείσαι | ||
γ' ενικ. | επινοείται | επινοούνταν | θα επινοείται | να επινοείται | ||
α' πληθ. | επινοούμαστε | επινοούμασταν επινοούμαστε |
θα επινοούμαστε | να επινοούμαστε | ||
β' πληθ. | επινοείστε | επινοούσασταν επινοούσαστε |
θα επινοείστε | να επινοείστε | επινοείστε | |
γ' πληθ. | επινοούνται | επινοούνταν | θα επινοούνται | να επινοούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επινοήθηκα | θα επινοηθώ | να επινοηθώ | επινοηθεί | ||
β' ενικ. | επινοήθηκες | θα επινοηθείς | να επινοηθείς | επινοήσου | ||
γ' ενικ. | επινοήθηκε | θα επινοηθεί | να επινοηθεί | |||
α' πληθ. | επινοηθήκαμε | θα επινοηθούμε | να επινοηθούμε | |||
β' πληθ. | επινοηθήκατε | θα επινοηθείτε | να επινοηθείτε | επινοηθείτε | ||
γ' πληθ. | επινοήθηκαν επινοηθήκαν(ε) |
θα επινοηθούν(ε) | να επινοηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επινοηθεί | είχα επινοηθεί | θα έχω επινοηθεί | να έχω επινοηθεί | επινοημένος | |
β' ενικ. | έχεις επινοηθεί | είχες επινοηθεί | θα έχεις επινοηθεί | να έχεις επινοηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει επινοηθεί | είχε επινοηθεί | θα έχει επινοηθεί | να έχει επινοηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επινοηθεί | είχαμε επινοηθεί | θα έχουμε επινοηθεί | να έχουμε επινοηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε επινοηθεί | είχατε επινοηθεί | θα έχετε επινοηθεί | να έχετε επινοηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επινοηθεί | είχαν επινοηθεί | θα έχουν επινοηθεί | να έχουν επινοηθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επινοούμαι
|