επιορκία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιορκία < αρχαία ελληνική (ἐπιορκία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιορκία θηλυκό
- το να καταπατήσει κάποιος μια υπόσχεση που έδωσε με όρκο