επιπεδομετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιπεδομετρικός < επιπεδομετρία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
επιπεδομετρικός
- (γεωμετρία) ο σχετικός με την επιπεδομετρία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη επιπεδομετρία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιπεδομετρικός