επιπεδόκοιλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιπεδόκοιλος < επίπεδ(ος) + -ό- + κοίλος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική planoconcave
Επίθετο[επεξεργασία]
επιπεδόκοιλος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιπεδόκοιλος