επιπεφυκότας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιπεφυκότας < επιπεφυκώς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιπεφυκότας αρσενικό
- (ανατομία, οφθαλμολογία) άλλη μορφή του επιπεφυκώς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιπεφυκότας
|