επιπλέον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επιπλέων

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιπλέον < αρχαία ελληνική ἐπιπλέον < → δείτε τις λέξεις ἐπί και πλέον

Επίρρημα[επεξεργασία]

επιπλέον

  1. συν τοις άλλοις, εκτός αυτού, εξάλλου, επίσης, από πάνω
    ζήτησε, επιπλέον, νέες διαβεβαιώσεις ότι...
    απαίτησε, επιπλέον, να του δοθεί και προίκα
  2. (πριν από ουσιαστικό) πρόσθετος, περισσότερος, παραπάνω
    ζήτησε επιπλέον χρήματα για να ολοκληρώσει το έργο που ανέλαβε

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

επιπλέον