επιπολαιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιπολαιότητα < ἐπιπολαιότης (η λέξη μαρτυρείται από το 1816) < ἐπιπόλαιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιπολαιότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του επιπόλαιου, το να ενεργεί κανείς χωρίς σκέψη
- (συνεκδοχικά) κάθε ενέργεια ή λόγος που είναι επιπόλαιος ή γίνεται επιπόλαια