επιπολασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιπολασμός < αρχαία ελληνική ἐπιπολασμός < ἐπιπολάζω < ἐπιπολή < ἐπί + πέλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιπολασμός αρσενικό
- η επίπλευση
- η συχνή εμφάνιση και εξάπλωση
- (ιατρική, επιδημιολογία) η συχνότητα εμφάνισης μιας νόσου και η εξάπλωσή της σ' ένα ορισμένο διάστημα
- «Δεδομένου ότι η αύξηση στην επίπτωση [συχνότητα νέων κρουσμάτων] και τον επιπολασμό [συχνότητα στον γενικό πληθυσμό] δεν μπορεί να οφείλεται μόνο σε γενετικούς παράγοντες, είναι σημαντικό να εστιάσουμε στις προσπάθειες κατανόησης της συμβολής του περιβάλλοντος για αυτές τις τάσεις σε αυτά τα χρόνια νοσήματα» καταλήγουν οι ειδικοί. (*)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη επιπολάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιπολασμός