επιπτώσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

επιπτώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επίπτωση
    συνηθίζεται εκφραστικά και στον πληθυντικό