επιπωματισμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιπωματισμός < επιπωματίζω + -μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιπωματισμός αρσενικό
- το αποτέλεσμα του επιπωματίζω
επιπωματισμός αρσενικό