επιπόλαια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιπόλαια < επιπόλαι(ος) + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
επιπόλαια
- χωρίς πολλή σκέψη, απερίσκεπτα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιπόλαια