επιπόλαιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιπόλαιος < αρχαία ελληνική ἐπιπόλαιος (επιφανειακός) < ἐπιπολή (επιφάνεια)
Επίθετο[επεξεργασία]
επιπόλαιος, -η, -ο
- (για πρόσωπα) που δεν σκέπτεται σοβαρά πριν κάνει κάτι, απερίσκεπτος
- (ενέργεια) που γίνεται απερίσκεπτα ή χωρίς την απαιτούμενη προσοχή, πρόχειρος, επιφανειακός
- χωρίς βάθος, ασήμαντος
- επιπόλαιο αίσθημα
- (για τραύμα) επιφανειακός, ασήμαντος, όχι σοβαρός
[επεξεργασία]