επισιτίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]επισιτίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος επισιτίζω
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επισιτίζομαι | επισιτιζόμουν(α) | θα επισιτίζομαι | να επισιτίζομαι | ||
β' ενικ. | επισιτίζεσαι | επισιτιζόσουν(α) | θα επισιτίζεσαι | να επισιτίζεσαι | (επισιτίζου) | |
γ' ενικ. | επισιτίζεται | επισιτιζόταν(ε) | θα επισιτίζεται | να επισιτίζεται | ||
α' πληθ. | επισιτιζόμαστε | επισιτιζόμαστε επισιτιζόμασταν |
θα επισιτιζόμαστε | να επισιτιζόμαστε | ||
β' πληθ. | επισιτίζεστε | επισιτιζόσαστε επισιτιζόσασταν |
θα επισιτίζεστε | να επισιτίζεστε | (επισιτίζεστε) | |
γ' πληθ. | επισιτίζονται | επισιτίζονταν επισιτιζόντουσαν |
θα επισιτίζονται | να επισιτίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επισιτίστηκα | θα επισιτιστώ | να επισιτιστώ | επισιτιστεί | ||
β' ενικ. | επισιτίστηκες | θα επισιτιστείς | να επισιτιστείς | επισιτίσου | ||
γ' ενικ. | επισιτίστηκε | θα επισιτιστεί | να επισιτιστεί | |||
α' πληθ. | επισιτιστήκαμε | θα επισιτιστούμε | να επισιτιστούμε | |||
β' πληθ. | επισιτιστήκατε | θα επισιτιστείτε | να επισιτιστείτε | επισιτιστείτε | ||
γ' πληθ. | επισιτίστηκαν επισιτιστήκαν(ε) |
θα επισιτιστούν(ε) | να επισιτιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επισιτιστεί | είχα επισιτιστεί | θα έχω επισιτιστεί | να έχω επισιτιστεί | επισιτισμένος | |
β' ενικ. | έχεις επισιτιστεί | είχες επισιτιστεί | θα έχεις επισιτιστεί | να έχεις επισιτιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει επισιτιστεί | είχε επισιτιστεί | θα έχει επισιτιστεί | να έχει επισιτιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επισιτιστεί | είχαμε επισιτιστεί | θα έχουμε επισιτιστεί | να έχουμε επισιτιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε επισιτιστεί | είχατε επισιτιστεί | θα έχετε επισιτιστεί | να έχετε επισιτιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επισιτιστεί | είχαν επισιτιστεί | θα έχουν επισιτιστεί | να έχουν επισιτιστεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επισιτίζομαι
|