Μετάβαση στο περιεχόμενο

επισιτίζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επισιτίζω < αρχαία ελληνική ἐπισιτίζομαι < σῖτος

επισιτίζω (παθητική φωνή: επισιτίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]