επισιτιστής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επισιτιστής αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που επισιτίζει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επισιτιστής
|
επισιτιστής αρσενικό
|