επισκεπτήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επισκεπτήριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επισκεπτήριο ουδέτερο
- το ωράριο επισκέψεων σε κάποιον χώρο
- πρόσεξε το επισκεπτήριο, νομίζω ότι κλείνουν νωρίς