επισκεψούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επισκεψούλα | οι | επισκεψούλες |
γενική | της | επισκεψούλας | — | |
αιτιατική | την | επισκεψούλα | τις | επισκεψούλες |
κλητική | επισκεψούλα | επισκεψούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επισκεψούλα < επίσκεψ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επισκεψούλα θηλυκό
- (χαϊδευτικά ή ειρωνικά) γρήγορη ή άνευ σημασίας επίσκεψη
- Μη φοβάσαι, πονόδοντος είναι, θα περάσει: μια επισκεψούλα στον οδοντογιατρό για σφράγισμα. Αυτό ειν' όλο.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επισκεψούλα
|