Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Ειδικές σελίδες
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
επισκοπείο
Προσθήκη γλωσσών
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης
:
Επισκοπείο
,
ἐπισκοπεῖον
,
ἐπισκοπεία
,
επισκοπεία
,
επισκοπή
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
επισκοπεί
ο
τα
επισκοπεί
α
γενική
του
επισκοπεί
ου
των
επισκοπεί
ων
αιτιατική
το
επισκοπεί
ο
τα
επισκοπεί
α
κλητική
επισκοπεί
ο
επισκοπεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
επισκοπείο
<
(
ελληνιστική κοινή
)
ἐπισκοπεῖον
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
επισκοπείο
ουδέτερο
(
θρησκεία
)
η
κατοικία
ενός
επισκόπου
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
επισκοπή
επισκοπικό
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
→
δείτε
τις
λέξεις
επίσκοπος
,
επί
και
σκοπός
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
επισκοπείο
αγγλικά
:
bishopric
(en)
γαλλικά
:
évêché
(fr)
γερμανικά
:
Bistum
(de)
ισπανικά
:
obispado
(es)
ιταλικά
:
vescovato
(it)
ολλανδικά
:
bisdom
(nl)
πορτογαλικά
:
bispado
(pt)
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Θρησκεία (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
επισκοπείο
Προσθήκη γλωσσών
Προσθήκη θέματος