επισμάλτωσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
επισμάλτωσης θηλυκό
- γενική ενικού του επισμάλτωση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- επισμαλτώσεως (λόγιο)
επισμάλτωσης θηλυκό