επισμαλτώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επισμαλτώνω < επι- + σμάλτο + -ώνω < ιταλική smalto < υστερολατινική smaltum < φραγκική *smalt < πρωτογερμανική *smaltiją

Ρήμα[επεξεργασία]

επισμαλτώνω (παθητική φωνή: επισμαλτώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]