επιστασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιστασία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιστασία θηλυκό
- η ευθύνη και το έργο του επιστάτη ή γενικότερα αυτού που επιστατεί
- ο αρχιτέκτονας ανέλαβε την επιστασία της ανέγερσης της οικοδομής
- (συνεκδοχή) το κτήριο ή το γραφείο του επιστάτη
- η επιστασία ήταν κλειστή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιστασία