επιστολάριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπιστόλιον

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επιστολάριο τα επιστολάρια
      γενική του επιστολάριου
επιστολαρίου
των επιστολάριων
επιστολαρίων
    αιτιατική το επιστολάριο τα επιστολάρια
     κλητική επιστολάριο επιστολάρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιστολάριο < επιστολή + -άριο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιστολάριο ουδέτερο

  1. μικρή (σε μέγεθος ή έκταση) επιστολή
  2. ειδικό βιβλίο που περιέχει οδηγίες σε όσους συντάσσουν επιστολές καθώς και υποδείγματα επιστολών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]