επιστρέφων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπιστρέφω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιστρέφων η επιστρέφουσα το επιστρέφον
      γενική του επιστρέφοντος
επιστρέφοντα1
της επιστρέφουσας
επιστρεφούσης*
του επιστρέφοντος
    αιτιατική τον επιστρέφοντα την επιστρέφουσα το επιστρέφον
     κλητική επιστρέφων επιστρέφουσα επιστρέφον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιστρέφοντες οι επιστρέφουσες τα επιστρέφοντα
      γενική των επιστρεφόντων των επιστρεφουσών των επιστρεφόντων
    αιτιατική τους επιστρέφοντες τις επιστρέφουσες τα επιστρέφοντα
     κλητική επιστρέφοντες επιστρέφουσες επιστρέφοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιστρέφων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιστρέφων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἐπιστρέφω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.piˈstɾe.fon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐στρέ‐φων
ομόηχο: επιστρέφον

Μετοχή[επεξεργασία]

επιστρέφων, -ουσα, -ον

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις επιστρέφω, επί και στρέφω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]