επιστρατευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιστρατευτικός < επιστρατεύω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
επιστρατευτικός
- που έχει σχέση με την επιστράτευση ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις επιστρατεύω και στρατός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιστρατευτικός